- ἐρρόθουν
- ῥοθέωmake a rushing noiseimperf ind act 3rd pl (attic epic doric)ῥοθέωmake a rushing noiseimperf ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ροθώ — έω, Α [ῥόθος] 1. θορυβώ, κάνω κρότο («ἐν ῥοθοῡντι κριβάνῳ», Αισχύλ.) 2. παράγω συγκεχυμένο ήχο, εχθρικό ή οργισμένο (α. «ἀλλὰ ταῡτα καὶ πάλαι πόλεως ἄνδρες μόλις φέροντες ἐρρόθουν ἐμοί», Σοφ. β. «λόγοι δ ἐν ἀλλήλοισιν ἐρρόθουν κακοί», Σοφ.) … Dictionary of Greek